τρυτάνη — τρῡτάνη , τρυτάνη balance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυτάνῃ — τρῡτάνῃ , τρυτάνη balance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυτάνας — τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem acc pl τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… … Hofmann J. Lexicon universale
ζυγοτρυτάνη — ζυγοτρυτάνη, ἡ (Μ) ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + τρυτάνη «ζυγαριά»] … Dictionary of Greek
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
τρυτανίζω — ΜΑ [τρυτάνη] τρυτανεύω* … Dictionary of Greek
τρυτανεύω — Μ [τρυτάνη] ζυγίζω … Dictionary of Greek
τρυτοδόκη — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) η θήκη τής πλάστιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυτανο δόκη (< τρυτάνη «ζυγός» + δόκη < δέχομαι) με συλλαβική ανομοίωση] … Dictionary of Greek
τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… … Dictionary of Greek