τρυτάνη

τρυτάνη
η, ΝΑ
1. η γλωσσίδα τού ζυγού που δείχνει το βάρος
2. (κατ' επέκτ.) ζυγαριά, πλάστιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. τρύω «βασανίζω, ενοχλώ» (βλ. λ. τρύω), μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *τρυ-τός με επίθημα -άνη (πρβλ. βο-τ-άνη: βοτός: βόσκω, πλεκ-τ-άνη: πλεκτός: πλέκω) και δήλωνε, επομένως, αρχικά την οπή, την τρύπα όπου κινείται η γλωσσίδα τού ζυγού. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. trutina].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυτάνη — τρῡτάνη , τρυτάνη balance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυτάνῃ — τρῡτάνῃ , τρυτάνη balance fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυτάνας — τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem acc pl τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζυγοτρυτάνη — ζυγοτρυτάνη, ἡ (Μ) ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + τρυτάνη «ζυγαριά»] …   Dictionary of Greek

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • τρυτανίζω — ΜΑ [τρυτάνη] τρυτανεύω* …   Dictionary of Greek

  • τρυτανεύω — Μ [τρυτάνη] ζυγίζω …   Dictionary of Greek

  • τρυτοδόκη — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) η θήκη τής πλάστιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυτανο δόκη (< τρυτάνη «ζυγός» + δόκη < δέχομαι) με συλλαβική ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”